βουλήσομαι

βουλήσομαι
βούλομαι
will
fut ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θρεττανελό — (Α) μουσ. ηχοποιημένη άκλιτη λέξη που δήλωνε μίμηση με το στόμα τού ήχου τής κιθάρας («καί μήν ἐγώ βουλήσομαι θρεττανελὸ τὸν Κύκλωπα», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”